- ῥιπτομένου
- ῥῑπτομένου , ῥίπτωthrowpres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιγανέη — αἰγανέη, η (Α) λόγχη κυνηγετική, ακόντιο (τής ομηρικής εποχης)· [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. παράγωγο ενός τ. *αἴγ ανον, δηλωτικού κάποιου «ριπτομένου οργάνου, ακοντίου» (πρβλ. δρέπ ανον, φάσγ ανον κ.τ.ό.), από την ΙΕ ρίζα *aiĝ («κινούμαι… … Dictionary of Greek